πουνεντομαΐστρος

πουνεντομαΐστρος
ο, Ν
ο μαϊστροπουνέντες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκιρ(ρ)ωνοζέφυρος — ο, Ν 1. δυτικοβορειοδυτικός άνεμος, κν. γνωστός και ως πουνεντομαΐστρος ή μαϊστροπουνέντες 2. (κατ επέκτ.) το μεταξύ τού Ζεφύρου και τού Σκίρωνος δευτερεύον σημείο τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)ων(ας) + ζέφυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”